Σελίδες

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Επιτάφιο


Ἐδῶ ἀναπαύεται
Ἡ μόνη ἀνάπαυση τῆς ζωῆς του
Ἡ μόνη του στερνὴ ἱκανοποίηση
Νὰ κείτεται μαζὶ μὲ τοὺς ἀφέντες του
Στὴν ἴδια κρύα γῆ, στὸν ἴδιο τόπο.

Μανόλης Αναγνωστάκης (Επιτάφιο)

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Ένα δέντρο


Το δέντρο αυτό είχε φυτρώσει στο πάνω μέρος του κήπου,
ψηλό, μοναχικό, ευθυτενές - ίσως το ύψος του
να πρόδινε μια μυστικήν ιδέα παρείσακτου. Ποτέ δεν έδωσε
λουλούδια και καρπούς, μόνο μια σκιά μακριά που χώριζε
στα δυό τον κήπο
κι ένα μέτρο ανεφάμοστο για τα σκυμμένα, φορτωμένα δέντρα.
Κάθε βράδυ, όταν έσβηνε το ένδοξο ηλιόγερμα,
ένα παράξενο, πορτοκαλί πουλί κούρνιαζε σιωπηλό στο 
φύλλωμά του
σάν τον μοναδικό καρπό του - μιά μικρή χρυσή καμπάνα
σ'ένα πράσινο, θεόρατο καμπαναριό. Όταν κόψαν το δέντρο,
εκείνο το πουλί γύριζε με μικρές, άγριες κραυγές επάνω του
γράφοντας κύκλους στόν αγέρα, γράφοντας στο λιόγερμα
το σχήμα του δέντρου ανεξάντλητο κι αυτή η μικρή καμπάνα
σήμαινε αόρατη ψηλά, και πιό ψηλά απ'τό ύψος του.

Γιάννης Ρίτσος (Ένα δέντρο)

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Ένας εαυτός είναι λίγος


Τρέχω...
Θάθελα νάχω μακριά μαλλιά
να μέ χτενίζουν οι άνεμοι,
να νοιώθω.
Γελώ...
Ένα μωρό σκάβει τα σπλάχνα μου
γελώ.
Μή με ρωτάς.
Τα μεσάνυχτα
θα πάρω στον κόρφο τ'αστέρια,
να τα ζεστάνω,
και στολισμένη
θα πορευτώ στα διάσελα.
Τα μεσάνυχτα
θα ξαπλώσω...
Έλα!
Στα μάτια σου
ξαστέρωσαν τα όνειρα.
Έλα! Στις φλέβες μου
τρέχει το γέλιο σου.
Έλα, ντυμένος τη βροχή,
να με νοτίσεις,
ερωτεμένε της νυχτιάς.
Θ'απλώσω τα μπράτσα στους πόλους
να στηριχτώ,
να τεντωθώ - 
ολόγυμνη και κελαηδώ!
Ρίξε το σπέρμα σου στη γή
- η γή είμ'εγώ! -
να λευτερώσω απο τα στήθια μου βουνά
κι απ'την κοιλιά ποτάμια.
Μοσκοβολούν οι φυλλωσιές -
μήν είμ'εγώ;
Σταμάτ'Αυγή να χτενιστώ
να κρύψω τα σημάδια.
Ο ήλιος σήμερα δε θάβγει'
τον σφίγγω στην ποδιά,
σαν παιδί
και σαν άντρα -
σά νάσαι σύ, αγαπημένε!
Στα πόδια μου
απόμειν'ο ίσκιος σου.
Δέσαν τ'αμύγδαλα!
Πετώ
την κάπα στον αέρα.
Κάτω απ'το χώμα που πατώ
χορεύουν οι νεκροί
(με τα τραγούδια τους
πηγαίνουν κ'έρχονται τα σύννεφα).
Μεθώ
κι απλώνω τη χούφτα πάτημα
για ν'ανεβούνε - πρίν γεννηθώ
πόνεσα νάχω τα χέρια δεμένα.
Τα λύνω, κι όλα τ'άστρα
πάνω μου λύνονται και πέφτουν.
Κι ώς ψάχνω γύρω μου βουνά
για ν'ανασάνω ανέμους,
ξάφνου, πως μούρχεται
να πιάσω αντάμα τις κορφές
και να χορεύω!
Άαα!..
Τα δάσα μάτωσαν στις ρίζες
μ'ένα συρτό αναστεναγμό
και πήραν την κατηφοριά
με το τραγούδι του βοριά
στ'αψά τους χείλη.
Άι - άι, και νάχα μιά ψυχή,
ξάρμενο μες στα δάσα,
να δρασκελά τη γής!
Και μια κραυγή
να τα καλώ
-άι, μια χαρά! -
σ'ένα χορό
να δέναμε τον ουρανό
πηδώντας απ'τη γή.

Δεν ξέρω αν χαίρουμαι - 
αγαπώ!
Μι'ανάσα ν'ανασάνω - 
λίγο νερό,
κοιλοπονώ'
ένα φιλί
και τραγουδώ!..
Ώ,λα! ξεκίνησα - 
θάρθεις;
Μες στην καρδιά μου πάλλουν
τα στήθια κ'η καρδιά της γής.
Δίνω κλωτσιά στον ουρανό
να λυτρωθώ, να λυτρωθώ!
Ώ,λα! τον ισημερινό
να πάρω γύρα
να πατήσω!

Έλλη Αμιρά (Ένας εαυτός είναι λίγος)

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Το σπίτι

Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε - άλλοι θα το κατοικήσουν!
Άλλοι θ'ανέβουν τα σκαλιά να στρώσουν τα κρεββάτια!
Άλλοι θ'ανάψουν τα κεριά στα βορινά δωμάτια!
Ποιές δυσκολίες, ποιά δάχτυλα, ποιά μάτια!
Και απο μας, ποιός θα τολμήσει να μιλήσει
με τα πρόσωπα που ζούνε αποκλεισμένα
πίσω απο χιλιάδες πόρτες, παράθυρα και κάστρα,
που τα χτυπάν οι θάλασσες, τα όνειρα και τ'αστρα;

Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε - άλλος θα κατοικήσει!


Νάνος Βαλαωρίτης (Το σπίτι)

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Τα μάτια της

Σύ που δεν υπάρχεις μες σ'αυτά τα στάχια,
τα χρυσά απ'τον ήλιο, που ανεμίζουν
σύ που δεν υπάρχεις, πέρα ως πέρα,
μέσα στον πλατύ, γαλανό ουρανό
σύ που δεν υπάρχεις μέσα στην καρδιά μου,
άκουσε με!

Άν χρειαστεί,
άν έρθει κείνη η ώρα,
δε θέλω
δε μπορώ να πεθάνω.

Γιατί όταν έφευγα,
όσες φορές κι αν ξαναγύρισα,
να την ξαναδώ,
τόσες φορές τη δίψασα,
και τα μάτια της
δεν μπόρεσα ακόμα
να τα ξεκολλήσω
πάνω απ'την πλάτη μου.
Στέκει ακόμα εκειπέρα,
στο περβάζι του παραθυριού
και με κοιτάει να φεύγω...
Διώξε την, Κύριε, απο κεί,
ξεκόλλα απο πάνω μου τα μάτια της,
αν πρέπει να πεθάνω.

Κάνε να με δεί να χάνομαι
στο βάθος κάποιου δρόμου
σιγά-σιγά...
Νάναι βέβαιη πως είν'ολόισιος ο δρόμος,
πως πουθενά δεν έστριψα.

Κ'έτσι, ησυχασμένη,
να πάψει πιά να με κοιτάει, 
να φύγει απο'το παράθυρο,
και να κλείσει μόνη της
τα παραθυρόφυλλα...

Κάνε το αυτο Κύριε
κάνε το αυτό.

Και τα μάτια της,
τα καρφωμένα στην πλάτη μου,
κάνε τα να κοιμηθούν
και να με ξεχάσουν...

Και τότε,
αν είναι θέλημά σου,
πάρε με, Κύριε ανύπαρχτε.

Ρένος Αποστολίδης (Τα μάτια της)

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Σε περιμένω παντού



Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.



Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία,
 πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.



Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.


Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.


Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. 
Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ,
 ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. 
Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα, 
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο...
 ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

Τάσος Λειβαδίτης (Σε περιμένω παντού)

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Ανδρείκελα


Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...


Κώστας Καρυωτάκης (Ανδρείκελα)

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Απολείπειν ο θεός Αντώνιον


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Κωνσταντίνος Καβάφης (Απολείπειν ο θεός Αντώνιον)