Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018
Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018
Σπουργιτάκι
έπεφτε και στο Έντο
η εαρινή βροχή!
*
Κάνοντας φίλους,
φοβάται τους ανθρώπους,
το σπουργιτάκι.
*
Τα άνθη της κερασιάς
έπεσαν, ο ναός Εντζότζι
είναι ήσυχος πάλι.
*
Φθινοπωρινός άνεμος,
μες στα χωράφια
πρόσωπα.
*
Ξέρω καλά
πως οι βροχές του Ιούνη
απλώς πέφτουν.
上島鬼貫 (Ονιτσούρα, Χαϊκού)
Τρίτη 27 Μαρτίου 2018
Κυριακή 25 Μαρτίου 2018
την Άνοιξη...
Σήμερα μόνο ας διαβώ
μέσα στην άνοιξη,
και ποτέ πια.
*
Ανοιξιάτικη βροχή
ομπρέλα και πανωφόρι
προχωρούν συζητώντας.
*
Ανοιξιάτικη βροχή
αξιολύπητος όποιος
δεν μπορεί να γράψει.
*
Το χελιδόνι κουτσουλά
το ομοίωμα του Βούδα
και φεύγει.
*
Η Αυτού Ιερότητα Του
ο ηγούμενος,
χέζει στο ξέφωτο.
*
Αποκοιμήθηκα
ξύπνησα και είχε
περάσει η άνοιξη.
与謝 蕪村 (Γιόσα Μπουσόν, Χαϊκού)
Σάββατο 24 Μαρτίου 2018
Πεταλούδα
Αυτό το πρωί
μες στο νέο μου ράσο
κάποιος άλλος.
*
Ξύπνα πεταλούδα
αργήσαμε, έχουμε δρόμο
μπροστά μας.
*
Πόσο θέλω να δώ
το πρόσωπο του θεού
στα αυγινά λουλούδια.
*
Πεταλούδα
τα φτερά λυγίζουν μες
στη λευκή παπαρούνα.
*
Με κάθε ριπή τ'ανέμου
η πεταλούδα αλλάζει θέση
πάνω στην ιτιά.
松尾芭蕉 (Ματσούο Μπασό, Χαϊκού)
Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018
Χάρης 1944
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ καὶ ξεδιπλώναμε ἀκούραστα τὶς ὧρες μας
Τραγουδούσαμε σιγὰ γιὰ τὶς μέρες ποὺ θὰ ῾ρχόντανε
φορτωμένες πολύχρωμα ὁράματα
Αὐτὸς τραγουδοῦσε, σωπαίναμε, ἡ φωνή του
ξυπνοῦσε μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦσαν τὴ νιότη μας
Μερόνυχτα ἔπαιζε τὸ κρυφτὸ μὲ τὸ θάνατο
σὲ κάθε γωνιὰ καὶ σοκάκι
Λαχταροῦσε ξεχνώντας τὸ δικό του κορμὶ νὰ χαρίσει
στοὺς ἄλλους μίαν Ἄνοιξη.
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ μὰ θαρρεῖς πῶς αὐτὸς ἦταν ὅλοι.
Μιὰ μέρα μᾶς σφύριξε κάποιος στ᾿ ἀφτί: «Πέθανε ὁ Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ἢ κάτι τέτοιο. Λέξεις ποὺ τὶς ἀκοῦμε κάθε μέρα.
Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε. Ἦταν σούρουπο.
Θά ῾χε σφιγμένα τὰ χέρια ὅπως πάντα
Θά ῾χε σφιγμένα τὰ χέρια ὅπως πάντα
Στὰ μάτια του χαράχτηκεν ἄσβηστα ἡ χαρὰ
τῆς καινούριας ζωῆς μας
Μὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἁπλὰ κι ὁ καιρὸς εἶναι λίγος.
Κανεὶς δὲν προφταίνει.
...Δὲν εἴμαστε ὅλοι μαζί. Δυὸ τρεῖς ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ὁ ἄλλος μακριὰ μ᾿ ἕνα φέρσιμο ἀόριστο
κι ὁ Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι ἄλλοι, μᾶς ἦρθαν καινούριοι, γεμίσαν οἱ δρόμοι
Τὸ πλῆθος ξεχύνεται ἀβάσταχτο, ἀνεμίζουνε πάλι σημαῖες
Μαστιγώνει ὁ ἀγέρας τὰ λάβαρα.
Μὲς στὸ χάος κυματίζουν τραγούδια.
Ἂν μὲς στὶς φωνὲς ποὺ τὰ βράδια τρυποῦνε ἀνελέητα τὰ τείχη
Ξεχώρισες μία: Εἶν᾿ ἡ δική του. Ἀνάβει μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦν
τὴν ἀτίθαση νιότη μας
Εἶν᾿ ἡ δική του φωνὴ ποὺ βουίζει στὸ πλῆθος
τριγύρω σὰν ἥλιος
Π᾿ ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο σὰν ἥλιος
ποὺ σπαθίζει τὶς πίκρες σὰν ἥλιος
Ποὺ μᾶς δείχνει σὰν ἥλιος λαμπρὸς τὶς χρυσὲς πολιτεῖες
Ποὺ ξανοίγονται μπρός μας λουσμένες
στὴν Ἀλήθεια καὶ στὸ αἴθριο τὸ φῶς.
Μανόλης Αναγνωστάκης (Χάρης 1944)
Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018
Το ξερό λουλούδι
Στα φύλλα ενός βιβλίου ένα λουλούδι
ξερό, λες πως γαλήνια και κοιμάται,
δεν έχει μυρωδιά, χρώμα και χνούδι
νεκρό είναι, κι όμως λες πως συλλογάται.
Η ωχρή του αυτή θωριά,
μες στην καρδιά μου γεννά παλμούς
και μες στο νου τη σκέψη:
ποιου Μάη είναι βλαστός;
κι απ'τη γη χάμου
ποιο χέρι αβρό για μένα το'χε δρέψει;
Άντρας, γυναίκα, να'ταν δε θυμάμαι
τα μάτια του να ζουν; ή να'χουν κλείσει;
Στο θώρι εγώ τ'ανθού τον συλλογάμαι
μ'αγάπη, κι ας τον έχω λησμονήσει.
Александр Сергеевич Пушкин (Το ξερό λουλούδι)
Τρίτη 20 Μαρτίου 2018
Η περιφραστική πέτρα
Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.
Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.
Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».
Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.
Κική δημουλά (Η περιφραστική πέτρα)
Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018
Μυστική Ανεξαρτησία
Αυτά τα πέντε σύννεφα, σχεδόν ομοιόμορφα, σα να μας είναι γνώριμα
και κάπως αόριστα ευχάριστα, - πιθανόν ο αριθμός τους,
πιθανόν η αναγνώριση πως ακόμη μπορούμε να μετράμε
ή απλώς και μόνο να παρατηρούμε. Αργότερα προσέξαμε
τις αποχρώσεις - ένα ρόδινο που λιώνει στο μενεξελί. Τότε
ακούστηκε η σφυρίχτρα. Σηκωθήκαμε. Μας μέτρησαν
μπροστά στην πύλη έναν έναν. Εμείς χαμογελούσαμε
γνωρίζοντας καλά πως είχαμε μείνει
έξω απ'το μέτρημα τους, με τα πέντε σύννεφα και το
νεαρό φεγγάρι.
Γιάννης Ρίτσος (Μυστική Ανεξαρτησία)
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018
Καστανιά
Εκεί πάνου, σαν αύριο, σκότωσαν τους σαράντα.
Είκοσι χρόνια πέρασαν. Κανείς δεν είπε τ'όνομα τους.
Καταλαβαίνεις τη ζωή μας. Κάθε χρόνο,
σαν τέτοια μέρα, βρίσκανε κάτω απ'τις λεύκες
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυό σβησμένα κάρβουνα, λίγο λιβάνι,
ένα καλάθι με σταφύλια, ένα μελισσοκέρι
με μαύρη καύτρα. Ούτε που πρόφταινε ν'ανάψει. Το 'σβηνε ο αγέρας.
Γι'αυτό, τα βράδια, κάθονται οι γριές στίς πόρτες σαν παλιά εικονίσματα,
γι'αυτό έτσι γρήγορα μεγάλωσαν τα μάτια των παιδιών μας,
και τα σκυλιά μας κάνουν πως κοιτάν αλλού όταν περνούν χωροφυλάκοι.
Γιάννης Ρίτσος (Καστανιά)
Σάββατο 10 Μαρτίου 2018
Γυρισμός
Ὕπνος ἱερός, λιονταρίσιος,
τοῦ γυρισμοῦ, στὴ μεγάλη
τῆς ἀμμουδιᾶς ἁπλωσιά.
Στὴν καρδιά μου
τὰ βλέφαρά μου κλεισμένα·
καὶ λάμπει, ὡσὰν ἥλιος, βαθιά μου...
Βοὴ τοῦ πελάου πλημμυρίζει
τὶς φλέβες μου·
ἀπάνω μου τρίζει
σὰ μυλολίθαρο ὁ ἥλιος·
γεμάτες χτυπάει τὶς φτεροῦγες ὁ ἀγέρας·
ἀγκομαχάει τὸ ἄφαντο ἀξόνι.
Δέ μου ἀκούγεται ἡ τρίσβαθη ἀνάσα.
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου
καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα -
Σὲ ψηλοθόλωτο κύμα
τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι·
ποτίζουν τὰ σπλάχνα
τὰ ὁλόδροσα φύκια,
ραντίζει τὰ διάφωτη ἡ ἄχνα
τοῦ ἀφροῦ ποὺ ξεσπάει στὰ χαλίκια·
πέρα σβήνει τὸ σύφυλλο βούισμα
ὁποῦ ξέχειλο ἀχοῦν τὰ τζιτζίκια.
Μιὰ βοὴ φτάνει ἀπόμακρα·
καὶ ἄξαφνα,
σὰν πανὶ τὸ σκαρμὸ ποὺ ἔχει φύγει,
χτυπάει· εἶν᾿ ὁ ἀγέρας ποὺ σίμωσε,
εἶν᾿ ὁ ἥλιος ποὺ δεῖ μπρὸς στὰ μάτια μου
- καὶ ὁ ἁγνὸς ὄχι ξένα τὰ βλέφαρα
στὴν ὑπέρλευκην ὄψη του ἀνοίγει.
Πετιῶμαι ἀπάνω. Ἡ ἀλαφρότη μου
εἶναι ἴσια με τὴ δύναμή μου.
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!
Άγγελος Σικελιανός (Γυρισμός)
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018
Ο Γέρος
Ὁ γέρος ὁ ἑκατοχρονίτης,
ὁποῦ ἐγνώρισα στὸ ἴδιο νησί μου, τὴ Λευκάδα,
ἀφοῦ πέρασε βοσκὸς σαράντα χρόνια
στὴ βουνοκορφή, στὰ Σταυρωτά,
κατέβηκε νὰ παντρευτεῖ μία μέρα
στὸ γιαλό, στὸ Μεγανήσι
κι ἀπὸ τότε γίνηκε ψαρὰς
κι ἀπόχτησε τρεῖς θυγατέρες
κι ὅσο ἤτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
τὸ ψαροκάϊκο, τὸ πεζόβολο, τὰ παραγάδια καὶ τὰ δίχτυα
κι ἅμα ἡ πρώτη θυγατέρα ἦρθε στὸ χνούδι της
τὴ πῆρε στὰ κουπιὰ νὰ δέσει τὸ κορμί της,
ἔπειτα τὴ πάντρεψε καὶ πῆρε τὴ κατοπινὴ
κι ἀφοῦ ἔδεσε καὶ τούτη,
κράτησε λίγο καιρὸ τὴ τρίτη στὰ κουπιὰ
καὶ σὰ τὴ πάντρεψε κι αὐτήν,
ἔμεινε πάλι μὲς στὴ βάρκα μοναχός,
προσμένοντας τὸ θάνατο, ἥσυχα νὰ τὸν ῾γγίξει,
καθὼς σβεῖ στρωτὰ ὁ ἀγέρας
στὸ νερὸ τὰ δειλινά...
Άγγελος Σικελιανός (Ο Γέρος)
Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018
εις Θάνατον
Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος;
Όλην την Οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας.
Εδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
σίγα εδώ, μη ταράξεις
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων.
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα.
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.
Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα.
Ω παντοδυναμότατε!
τί είναι; τί παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται οι τρίχες!.. λείπει
η αναπνοή μου!
Ιδού, η πλάκα σείεται…
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κι εμπρός μου μένει.
Επυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Τί είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου;
Ή ζωντανός είσ’ άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;… αν άφηκας
τον άδην… ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ’ έχει.
—Μη μ’ ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη που σ’ εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις.
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
να με αγκαλιάσεις.
Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχει
τους οφθαλμούς σου·
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μάλλον· αλλ’ αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύει,
παρηγορήσου.
Τί κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους.
Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· οι ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
οι χαραί και το μέλι
σας βασανίζουν.
Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον.
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίσει
τ’ όνομα του θανάτου·
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι.
Μία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με χείρα
ωθεί τους ζώντας.
Υιέ μου πνέουσαν μ’ είδες·
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.
Το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κι έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον.
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφήνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σού λείψει,
και τότε μόνον.
Με την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον… χαίρε…
Τέκνον μου χαίρε… — Πρόσμενε,
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσεις. Έπεσε.
Και μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα!
Και συ στόμα οπού εφίλησα
τόσες φορές, με τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει!
Ε, και άπειρος ας είναι
κι έτι φοβεροτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας.
Τώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα.
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος.
Κείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
να ρίψει φόβον;
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας.
Εγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων.
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον.
Επάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ’ άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ’ άφθονα χέρια.
Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, και γω τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.
Ανδρέας Κάλβος (Ωδή τρίτη, εις Θάνατον)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)